- ομιλητικός
- causant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὁμιλητικός — affable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῶν — ὁμιλητικός affable fem gen pl ὁμιλητικός affable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικόν — ὁμιλητικός affable masc acc sg ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικαί — ὁμιλητικός affable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοί — ὁμιλητικός affable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοῦ — ὁμιλητικός affable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικούς — ὁμιλητικός affable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῆς — ὁμιλητικός affable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)